Προσπαθώντας να μελετήσουμε το μέλλον στη βιομηχανία του fitness, είναι χρήσιμο να σταθούμε στα τελευταία στατιστικά που τη χαρακτηρίζουν. Ο κλάδος της άσκησης βιώνει τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας του αφού είναι σε θέση να παρουσιάσει εντυπωσιακά νούμερα που σχετίζονται με το μέγεθος μιας πραγματικά πολύ δυναμικής βιομηχανίας που επιδεικνύει σημαντική προοπτική για εξέλιξη και καινοτομία (1). Αν μάλιστα εστιάσουμε στην Ευρωπαϊκή αγορά του fitness, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή εξυπηρετεί σχεδόν 65 εκ. μέλη σε σχεδόν 64 χιλιάδες επιχειρήσεις γυμναστηρίων και με έναν ετήσιο τζίρο που ξεπερνάει τα 28 δις ευρώ (2). Τα δεδομένα αυτά αποτελούν ισχυρή ένδειξη ότι ο συγκεκριμένος κλάδος αποτελεί ίσως ένα πολύ ενδιαφέρον και ελκυστικό εργασιακό περιβάλλον προσφέροντας σημαντικές επαγγελματικές ευκαιρίες και γόνιμες επιχειρηματικές προτάσεις σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (2). Αυτή η άποψη υποστηρίζεται επιπλέον από το γεγονός ότι ο αριθμός των μελών στις επιχειρήσεις γυμναστηρίων έχει αυξηθεί περισσότερο από 70% τα τελευταία 10 χρόνια στην Ευρώπη, ενώ σχεδόν το 10% των ενηλίκων της γηραιάς ηπείρου είναι χρήστες υπηρεσιών άσκησης. Όλα τα παραπάνω καθιστούν το fitness στην πρώτη θέση μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων άθλησης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (2).
Από την άλλη μεριά, είναι τεκμηριωμένο ότι οι επιδημίες της παχυσαρκίας, του σακχαρώδη διαβήτη, του μεταβολικού συνδρόμου και άλλων χρόνιων παθήσεων του σύγχρονου τρόπου ζωής έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες (3). Αν μάλιστα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές οι καταστάσεις της υγείας συσχετίζονται έντονα με τη σωματική αδράνεια (4), είναι κατανοητό ότι ο κλάδος της άσκησης και οι επαγγελματίες του πρόκειται να παίξουν έναν κομβικό ρόλο το προσεχές διάστημα στην πρόληψη και αντιμετώπιση των πιο συχνών κυρίως μεταβολικών παθήσεων που μαστίζουν πλέον τη δημόσια υγεία στον πλανήτη μας και ειδικότερα στον Δυτικό κόσμο (3). Δυστυχώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας έχει εξαλείψει σημαντικά τη φυσική δραστηριότητα, η οποία θα έπρεπε να αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της καθημερινότητας όλων των ανθρώπων, προκειμένου αυτοί να διατηρούν υψηλά επίπεδα σωματικής, πνευματικής και ψυχικής υγείας, απόδοσης και ποιότητας ζωής (4). Μάλιστα η ραγδαία αύξηση των προαναφερόμενων διαταραχών της μεταβολικής υγείας παρέχουν ξεκάθαρη απόδειξη της ανισορροπίας μεταξύ του τρόπου ζωής μας και των σωματικών απαιτήσεων σε συστηματική βάση. Πιο συγκεκριμένα, περισσότεροι από τους μισούς ενήλικες Ευρωπαίους δεν έχουν υγιές βάρος (5), ενώ το 10% αυτών εμφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (5). Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η υποκινητικότητα έχει αποτελέσει τον κύριο παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη χρόνιων μη μεταδιδόμενων παθήσεων σε διάφορους πληθυσμούς (6). Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, περίπου 50% του ενήλικου πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα σωματικής αδράνειας (7) και μόνο το 30% πληροί τις Ευρωπαϊκές οδηγίες για 30 λεπτά μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα ημερησίως που συνεπάγεται τουλάχιστον 150 λεπτά συνολικά εβδομαδιαίως (8). Δυστυχώς, εφάμιλλα δεδομένα είναι πλέον πραγματικότητα και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία (9,10), ενώ οι προβλέψεις για τα μελλοντικά επιδημιολογικά στοιχεία είναι άκρως απογοητευτικές (3).
Διαβάζοντας προσεκτικά κάποιος όλα τα παραπάνω θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράσει τις εξής τρεις απορίες: «Είναι σε θέση ένα τόσο μεγάλο ποσοστό πληθυσμού να ασκηθεί με ασφαλή και αποτελεσματικό τρόπο;», «Είναι σε θέση οι γυμναστές να διαχειριστούν τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες και τις προτεραιότητες αυτών των ανθρώπων σε πραγματικές συνθήκες γυμναστηρίου;», «Είναι σε θέση οι τωρινές επιχειρήσεις γυμναστηρίων να προσφέρουν το πακέτο υπηρεσιών που αρμόζει σε ένα τέτοιο προφίλ καταναλωτή;». Τα παραπάνω τρία ερωτήματα έρχονται σαν βόμβες να διαταράξουν σημαντικά τις πεποιθήσεις μας για τον πραγματικό ρόλο της άσκησης στη ζωή μας, καθώς και για το πως αυτή πρέπει να παρέχεται στη μεγαλύτερη μερίδα ανθρώπων που είτε την επιλέγουν από μόνοι τους είτε πρέπει να την επιλέξουν προκειμένου να βελτιώσουν σημαντικά την υγεία τους, αποφεύγοντας την αύξηση παραγόντων κινδύνου για καρδιομεταβολικές νόσους, οι οποίες μπορούν να επηρεαστούν θετικά από τη συστηματική φυσική δραστηριότητα και άσκηση (11,4). Γνωρίζοντας λοιπόν ότι η άσκηση έχει τη δυνατότητα να παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη μάχη ενάντια των επικρατέστερων χρόνιων νοσημάτων που αναπτύσσονται με ραγδαίο ρυθμό στην εποχή μας (5) και ειδικότερα στις περιπτώσεις της παχυσαρκίας και του διαβήτη (12), είναι σημαντικό να μελετήσουμε ποιες μορφές άσκησης είναι οι επικρατέστερες στις μέρες μας. Διαπιστώνουμε λοιπόν ξεκάθαρα ότι κάτι αλλάζει πλέον στη βιομηχανία της άσκησης συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, ένα μεγάλο ποσοστό των κορυφαίων τάσεων στον κλάδο της άσκησης τόσο σε Ευρωπαϊκό (13) όσο και σε παγκόσμιο (14) επίπεδο αφορούν ειδικούς πληθυσμούς και το ευρύτερο πεδίο της άσκησης για υγεία. Τα τελευταία 15 χρόνια που έχουν μελετηθεί οι τάσεις του fitness από το Αμερικανικό Κολέγιο Αθλητιατρικής (ACSM), δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ περίπου το 1/3 των 20 κορυφαίων τάσεων να σχετίζεται με μορφές εκγύμνασης εστιασμένες σε αυτούς του πληθυσμούς. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον εύρημα και μάλιστα παρατηρείται μια έντονη εμφάνιση αυτών των τάσεων σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη (15).
Είναι προφανές ότι η παγκόσμια βιομηχανία του fitness βρίσκεται σε ένα καίριας σημασίας σταυροδρόμι προσπαθώντας να δείξει τα αντανακλαστικά της σε μια ταχέως εξελισσόμενη επιδημιολογική εικόνα. Αυτό συμβαίνει διότι προσπαθεί όχι μόνο να αναπτύξει περισσότερο τον κύκλο εργασιών της μέσω καινοτομίας, αλλά κυρίως να υπηρετήσει τον ουσιαστικό της ρόλο που δεν είναι άλλος από το να προσφέρει ασφαλείς, αποτελεσματικές και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες άσκησης σε πληθυσμιακές ομάδες που παραδοσιακά για διάφορους λόγους δεν αποτελούσαν συστηματικά ασκούμενο κοινό (16). Αυτό συνεπάγεται μια προσέγγιση ατόμων που εμφανίζουν αυξημένους προδιαθεσικούς παράγοντες για ανάπτυξη χρόνιων νόσων ή ατόμων που πάσχουν από ελεγχόμενες χρόνιες καταστάσεις και έχουν ιατρικώς κριθεί ικανοί να συμμετέχουν σε προσαρμοσμένα προγράμματα άσκησης σύμφωνα με τις επιστημονικές κατευθυντήριες γραμμές. Μάλιστα η διεθνής βιβλιογραφία παρουσιάζει πληθώρα ερευνητικών ευρημάτων για το πως οι πληθυσμοί αυτοί μπορούν να ασκηθούν με επιβλεπόμενα πρωτόκολλα άσκησης χωρίς απαραίτητα αυτό να πρέπει να πραγματοποιηθεί σε κλινικό περιβάλλον (11). Από την άλλη μεριά, το 90% των ιδιοκτητών και διευθυντών γυμναστηρίων στην Ευρώπη πιστεύει ότι τα στελέχη τους τα οποία εργάζονται ως επαγγελματίες της άσκησης με έμφαση την εξατομικευμένη άσκηση (personal training) δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για ένα τέτοιο έργο (17). Μάλιστα θεωρούν ότι το προσωπικό τους χρειάζεται περισσότερη επιμόρφωση και εξειδίκευση προκειμένου να υπηρετήσει επιτυχώς αυτήν την αποστολή στη βιομηχανία του fitness. (17). Το δεδομένο αυτό φέρνει στο προσκήνιο ένα σημαντικό θέμα υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα ύπαρξης συγκεκριμένων προσόντων που πρέπει να έχουν οι επαγγελματίες της άσκησης που επιθυμούν να εργαστούν στην πρώτη γραμμή μιας νέας πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, ο κλάδος της άσκησης βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο τοπίο αναγκών, γεμάτο από ελπιδοφόρες και καινοτόμες επαγγελματικές προτάσεις επιθυμώντας να μη χάσει αυτήν την ευκαιρία, αλλά δυστυχώς φαίνεται ότι δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Και αυτό συμβαίνει για δύο βασικούς λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω.
Διαβάστε περισσότερα εδώ.